- ἁμαρτωλία
- ἁμαρτωλίᾱ , ἁμαρτωλίαfem nom/voc/acc dualἁμαρτωλίᾱ , ἁμαρτωλίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμαρτωλία — ἁμαρτωλία, η (Α) [ἁμαρτωλή] αμαρτία, αμάρτημα … Dictionary of Greek
ἁμαρτωλίας — ἁμαρτωλίᾱς , ἁμαρτωλία fem acc pl ἁμαρτωλίᾱς , ἁμαρτωλία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτωλίην — ἁμαρτωλία fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαρτωλή — ἁμαρτωλή, η (Α) η αμαρτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτάνω. ΠΑΡ. ἁμαρτωλός αρχ. ἁμαρτωλία] … Dictionary of Greek